- κολακευομένας
- κολακευομένᾱς , κολακεύωto be a flattererpres part mp fem acc plκολακευομένᾱς , κολακεύωto be a flattererpres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.